- ὀκνείω
- ὀκνέωshrink frompres subj act 1st sg (epic)ὀκνέωshrink frompres ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκνείω — ὀκνείω (Α) (επικ. τ.) βλ. οκνώ … Dictionary of Greek
οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… … Dictionary of Greek
ԾՈՒԼԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1027 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 11c, 12c չ. ԾՈՒԼԱՆԱՄ որ եւ ԾՈՒԼԱՄ, ԾՈՒՂԱՄ. ὁκνείω, ῤᾳθυμέω , μέλλω, ἁμελέω piger, deses sum; desideo, remisso sum animo, cunctor, negligo. Ծոյլ գտանիլ. հեղգալ. պղերգանալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)